- διπλωτής
- ο (θηλ. διπλώτρια, η) [διπλώνω]εργάτης που ασχολείται με το δίπλωμα υφασμάτων, χαρτιού κ.λπ., αυτός που διπλώνει (έντυπα κ.λπ.) σε ορισμένο σχήμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλωτής — ο θηλ. διπλώτρια εργάτης που διπλώνει έντυπα φύλλα χαρτιού σε ορισμένο σχήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek